- προβάδην
- Αεπίρρ.1. περπατώντας μπροστά («μήτ' ἐν ὁδῷ μήτ' ἐκτὸς ὁδοῡ προβάδην οὐρήσῃς», Ησίοδ.)2. μτφ. βαθμηδόν, βαθμιαία3. φρ. «προβάδην ἐξάγω» — οδηγώ προς τα εμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προβαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. κατα-βάδην, περι-βάδην), βλ. και λ. βάδην].
Dictionary of Greek. 2013.